- ἐπαμφοτερίζουσα
- ἐπαμφοτερίζωto be doublepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)ἐπαμφοτερίζωto be doublepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαμφοτεριζούσας — ἐπαμφοτεριζούσᾱς , ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐπαμφοτεριζούσᾱς , ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act fem gen sg (doric) ἐπαμφοτεριζούσᾱς , ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερίζουσ' — ἐπαμφοτερίζουσα , ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπαμφοτερίζουσα , ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπαμφοτερίζουσι , ἐπαμφοτερίζω to be double pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμφοτερίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: επαμφοτερίζω : χρησιμοποιείται κυρίως η λόγια μτχ. ενεστώτα, ως επίθετο (επαμφοτερίζουσα στάση → διφορούμενη, αμφιταλαντευόμενη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής